- άτοκος
- Μικρό ακατοίκητο νησάκι (υψόμ. 140 μ.) του νομού Κεφαλληνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιθάκης. Υπάγεται διοικτικά στον δήμο Ιθάκης.
* * *-η, -ο (AM ἄτοκος, -ον) [τόκος]Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη3. (για χρηματικά ποσά) εκείνος που δεν αποφέρει τόκοαρχ.όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστήII. επίρρ. άτοκα (AM ἀτόκως, Α και ἀτοκί και -κεί)χωρίς τόκο.
Dictionary of Greek. 2013.